- γυμνιππευτικός
- -ή, -ό1. ο σχετικός με τον γυμνιππευτή2. το θηλ. ως ουσ. η γυμνιππευτικήη τέχνη ασκήσεων πάνω σε άλογο χωρίς σέλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνιππευτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.